Definify.com
Definition 2025
συντριπτικός
συντριπτικός
Greek
Adjective
συντριπτικός • (syntriptikós) m (feminine συντριπτική, neuter συντριπτικό)
Declension
positive forms of συντριπτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | συντριπτικός | συντριπτική | συντριπτικό | συντριπτικοί | συντριπτικές | συντριπτικά |
| genitive | συντριπτικού | συντριπτικής | συντριπτικού | συντριπτικών | συντριπτικών | συντριπτικών |
| accusative | συντριπτικό | συντριπτική | συντριπτικό | συντριπτικούς | συντριπτικές | συντριπτικά |
| vocative | συντριπτικέ | συντριπτική | συντριπτικό | συντριπτικοί | συντριπτικές | συντριπτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συντριπτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συντριπτικός, etc.) |
|||||