Definify.com
Definition 2024
σχηματίζομαι
σχηματίζομαι
Greek
Verb
σχηματίζομαι • (schimatízomai) (simple past σχηματίστηκα, active form σχηματίζω, passive)
- passive of σχηματίζω (schimatízo)
Conjugation
σχηματίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | σχηματίζομαι | θα σχηματίζομαι | σχηματιζόμουν, σχηματιζόμουνα |
2nd person | σχηματίζεσαι | θα σχηματίζεσαι | σχηματιζόσουν, σχηματιζόσουνα | |
3rd person | σχηματίζεται | θα σχηματίζεται | σχηματιζόταν, σχηματιζότανε | |
1st person | pl | σχηματιζόμαστε | θα σχηματιζόμαστε | σχηματιζόμασταν, σχηματιζόμαστε2 |
2nd person | σχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε1 | θα σχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε1 | σχηματιζόσασταν, σχηματιζόσαστε2 | |
3rd person | σχηματίζονται | θα σχηματίζονται | σχηματίζονταν, σχηματιζόντανε, σχηματιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | σχηματιστώ | θα σχηματιστώ | σχηματίστηκα |
2nd person | σχηματιστείς | θα σχηματιστείς | σχηματίστηκες | |
3rd person | σχηματιστεί | θα σχηματιστεί | σχηματίστηκε | |
1st person | pl | σχηματιστούμε | θα σχηματιστούμε | σχηματιστήκαμε |
2nd person | σχηματιστείτε | θα σχηματιστείτε | σχηματιστήκατε | |
3rd person | σχηματιστούν, σχηματιστούνε | θα σχηματιστούν, θα σχηματιστούνε | σχηματίστηκαν, σχηματιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | σχηματίσου | |
2nd person | pl | —3 | σχηματιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω σχηματιστεί, έχεις σχηματιστεί έχει σχηματιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω σχηματιστεί, θα έχεις σχηματιστεί, θα έχει σχηματιστεί, … | |||
Past perfect | είχα σχηματιστεί, είχες σχηματιστεί, είχε σχηματιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||