Definify.com

Definition 2024


σχηματίζομαι

σχηματίζομαι

Greek

Verb

σχηματίζομαι (schimatízomai) (simple past σχηματίστηκα, active form σχηματίζω, passive)

  1. passive of σχηματίζω (schimatízo)

Conjugation