Definify.com
Definition 2025
τηλεοπτικός
τηλεοπτικός
Greek
Adjective
τηλεοπτικός • (tileoptikós) m (feminine τηλεοπτική, neuter τηλεοπτικό)
- TV, television
- τηλεοπτικό πρόγραμμα (television programme)
- τηλεοπτικός σταθμός (television station)
- τηλεοπτικός οδηγός (television guide)
- televisual
Declension
positive forms of τηλεοπτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | τηλεοπτικός | τηλεοπτική | τηλεοπτικό | τηλεοπτικοί | τηλεοπτικές | τηλεοπτικά |
| genitive | τηλεοπτικού | τηλεοπτικής | τηλεοπτικού | τηλεοπτικών | τηλεοπτικών | τηλεοπτικών |
| accusative | τηλεοπτικό | τηλεοπτική | τηλεοπτικό | τηλεοπτικούς | τηλεοπτικές | τηλεοπτικά |
| vocative | τηλεοπτικέ | τηλεοπτική | τηλεοπτικό | τηλεοπτικοί | τηλεοπτικές | τηλεοπτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τηλεοπτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τηλεοπτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | τηλεοπτικότερος | τηλεοπτικότερη | τηλεοπτικότερο | τηλεοπτικότεροι | τηλεοπτικότερες | τηλεοπτικότερα |
| genitive | τηλεοπτικότερου | τηλεοπτικότερης | τηλεοπτικότερου | τηλεοπτικότερων | τηλεοπτικότερων | τηλεοπτικότερων |
| accusative | τηλεοπτικότερο | τηλεοπτικότερη | τηλεοπτικότερο | τηλεοπτικότερους | τηλεοπτικότερες | τηλεοπτικότερα |
| vocative | τηλεοπτικότερε | τηλεοπτικότερη | τηλεοπτικότερο | τηλεοπτικότεροι | τηλεοπτικότερες | τηλεοπτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τηλεοπτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | τηλεοπτικότατος | τηλεοπτικότατη | τηλεοπτικότατο | τηλεοπτικότατοι | τηλεοπτικότατες | τηλεοπτικότατα |
| genitive | τηλεοπτικότατου | τηλεοπτικότατης | τηλεοπτικότατου | τηλεοπτικότατων | τηλεοπτικότατων | τηλεοπτικότατων |
| accusative | τηλεοπτικότατο | τηλεοπτικότατη | τηλεοπτικότατο | τηλεοπτικότατους | τηλεοπτικότατες | τηλεοπτικότατα |
| vocative | τηλεοπτικότατε | τηλεοπτικότατη | τηλεοπτικότατο | τηλεοπτικότατοι | τηλεοπτικότατες | τηλεοπτικότατα |