Definify.com

Definition 2024


τηλεπικοινωνιακός

τηλεπικοινωνιακός

Greek

Adjective

τηλεπικοινωνιακός (tilepikoinoniakós) m (feminine τηλεπικοινωνιακή, neuter τηλεπικοινωνιακό)

  1. telecommunication

Declension

Related terms