Definify.com
Definition 2024
τραγανιστός
τραγανιστός
Greek
Adjective
τραγανιστός • (traganistós) m (feminine τραγανιστή, neuter τραγανιστό)
Declension
positive forms of τραγανιστός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τραγανιστός | τραγανιστή | τραγανιστό | τραγανιστοί | τραγανιστές | τραγανιστά |
genitive | τραγανιστού | τραγανιστής | τραγανιστού | τραγανιστών | τραγανιστών | τραγανιστών |
accusative | τραγανιστό | τραγανιστή | τραγανιστό | τραγανιστούς | τραγανιστές | τραγανιστά |
vocative | τραγανιστέ | τραγανιστή | τραγανιστό | τραγανιστοί | τραγανιστές | τραγανιστά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τραγανιστός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τραγανιστός, etc.) |
Related terms
- see: τραγάνισμα n (tragánisma, “crunch”)