Definify.com
Definition 2025
τρισδιάστατος
τρισδιάστατος
Greek
Adjective
τρισδιάστατος • (trisdiástatos) m (feminine τρισδιάστατη, neuter τρισδιάστατο)
- three-dimensional, existing in three dimensions
Declension
positive forms of τρισδιάστατος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τρισδιάστατος | τρισδιάστατη | τρισδιάστατο | τρισδιάστατοι | τρισδιάστατες | τρισδιάστατα |
genitive | τρισδιάστατου | τρισδιάστατης | τρισδιάστατου | τρισδιάστατων | τρισδιάστατων | τρισδιάστατων |
accusative | τρισδιάστατο | τρισδιάστατη | τρισδιάστατο | τρισδιάστατους | τρισδιάστατες | τρισδιάστατα |
vocative | τρισδιάστατε | τρισδιάστατη | τρισδιάστατο | τρισδιάστατοι | τρισδιάστατες | τρισδιάστατα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρισδιάστατος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρισδιάστατος, etc.) |