Definify.com

Definition 2024


τσιμέντο

τσιμέντο

Greek

Noun

τσιμέντο (tsiménto) n

  1. cement
  2. concrete

Declension

Derived terms

  • τσιμέντινος (tsiméntinos)
  • τσιμεντάκι n (tsimentáki) (diminutive form)
  • τσιμεντάρω (tsimentáro, to cement)
  • τσιμεντένιος (tsimenténios, concrete)
  • τσιμεντοποίηση f (tsimentopoíisi, widespread use of cement)
  • τσιμεντόπλακα f (tsimentóplaka, cement tile)
  • τσιμεντώνω (tsimentóno, to cement)
  • τσιμέντο να γίνει (tsiménto na gínei, bygone, forgotten, OK)