Definify.com
Definition 2024
υγιεινός
υγιεινός
Greek
Adjective
υγιεινός • (ygieinós) m (feminine υγιεινή, neuter υγιεινό)
Declension
positive forms of υγιεινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υγιεινός | υγιεινή | υγιεινό | υγιεινοί | υγιεινές | υγιεινά |
genitive | υγιεινού | υγιεινής | υγιεινού | υγιεινών | υγιεινών | υγιεινών |
accusative | υγιεινό | υγιεινή | υγιεινό | υγιεινούς | υγιεινές | υγιεινά |
vocative | υγιεινέ | υγιεινή | υγιεινό | υγιεινοί | υγιεινές | υγιεινά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υγιεινός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υγιεινός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υγιεινότερος | υγιεινότερη | υγιεινότερο | υγιεινότεροι | υγιεινότερες | υγιεινότερα |
genitive | υγιεινότερου | υγιεινότερης | υγιεινότερου | υγιεινότερων | υγιεινότερων | υγιεινότερων |
accusative | υγιεινότερο | υγιεινότερη | υγιεινότερο | υγιεινότερους | υγιεινότερες | υγιεινότερα |
vocative | υγιεινότερε | υγιεινότερη | υγιεινότερο | υγιεινότεροι | υγιεινότερες | υγιεινότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υγιεινότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υγιεινότατος | υγιεινότατη | υγιεινότατο | υγιεινότατοι | υγιεινότατες | υγιεινότατα |
genitive | υγιεινότατου | υγιεινότατης | υγιεινότατου | υγιεινότατων | υγιεινότατων | υγιεινότατων |
accusative | υγιεινότατο | υγιεινότατη | υγιεινότατο | υγιεινότατους | υγιεινότατες | υγιεινότατα |
vocative | υγιεινότατε | υγιεινότατη | υγιεινότατο | υγιεινότατοι | υγιεινότατες | υγιεινότατα |
Synonyms
- υγιής (ygiís)
Related terms
- see: υγεία f (ygeía, “health”)