Definify.com
Definition 2024
υπακούω
υπακούω
See also: ὑπακούω
Greek
Verb
υπακούω • (ypakoúo) (simple past υπάκουσα)
Conjugation
υπακούω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπακούω | υπάκουγα | θα υπακούω | να υπακούω | |
2s | υπακούς | υπάκουγες | θα υπακούς | να υπακούς | υπάκουγε |
3s | υπακούει | υπάκουγε | θα υπακούει | να υπακούει | |
1p | υπακούμε | υπακούγαμε | θα υπακούμε | να υπακούμε | |
2p | υπακούτε | υπακούγατε | θα υπακούτε | να υπακούτε | υπακούτε |
3p | υπακούν, υπακούνε | υπάκουγαν, υπακούγαν, υπακούγανε | θα υπακούν, υπακούνε | να υπακούν, υπακούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπακούσω | υπάκουσα | θα υπακούσω | να υπακούσω | |
2s | υπακούσεις | υπάκουσες | θα υπακούσεις | να υπακούσεις | υπάκουσε |
3s | υπακούσει | υπάκουσε | θα υπακούσει | να υπακούσει | |
1p | υπακούσουμε, υπακούσομε | υπακούσαμε | θα υπακούσουμε, υπακούσομε | να υπακούσουμε, υπακούσομε | |
2p | υπακούσετε | υπακούσατε | θα υπακούσετε | να υπακούσετε | υπακούστε |
3p | υπακούσουν, υπακούσουνε | υπάκουσαν, υπακούσαν, υπακούσανε | θα υπακούσουν, υπακούσουνε | να υπακούσουν, υπακούσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω υπακούσει | είχα υπακούσει | θα έχω υπακούσει | να έχω υπακούσει | |
2s | έχεις υπακούσει | είχες υπακούσει | θα έχεις υπακούσει | να έχεις υπακούσει | |
3s | έχει υπακούσει | είχε υπακούσει | θα έχει υπακούσει | να έχει υπακούσει | |
1p | έχουμε υπακούσει | είχαμε υπακούσει | θα έχουμε υπακούσει | να έχουμε υπακούσει | |
2p | έχετε υπακούσει | είχατε υπακούσει | θα έχετε υπακούσει | να έχετε υπακούσει | |
3p | έχουν υπακούσει | είχαν υπακούσει | θα έχουν υπακούσει | να έχουν υπακούσει | |
Participle: | υπακούγοντας | Non-finite ‡ | υπακούσει | 83, 1f | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||