Definify.com
Definition 2025
υπερβατικές
υπερβατικές
Greek
Adjective
υπερβατικές • (ypervatikés)
- Nominative feminine plural form of υπερβατικός (ypervatikós).
- Accusative feminine plural form of υπερβατικός (ypervatikós).
- Vocative feminine plural form of υπερβατικός (ypervatikós).