Definify.com

Definition 2025


υπερβατικοί

υπερβατικοί

Greek

Adjective

υπερβατικοί (ypervatikoí)

  1. Nominative masculine plural form of υπερβατικός (ypervatikós).
  2. Vocative masculine plural form of υπερβατικός (ypervatikós).