Definify.com

Definition 2025


υπερβατικό

υπερβατικό

Greek

Adjective

υπερβατικό (ypervatikó)

  1. Accusative masculine singular form of υπερβατικός (ypervatikós).
  2. Nominative neuter singular form of υπερβατικός (ypervatikós).
  3. Accusative neuter singular form of υπερβατικός (ypervatikós).
  4. Vocative neuter singular form of υπερβατικός (ypervatikós).