Definify.com

Definition 2025


υπεροπτική

υπεροπτική

Greek

Adjective

υπεροπτική (yperoptikí)

  1. Nominative feminine singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).
  2. Accusative feminine singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).
  3. Vocative feminine singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).