Definify.com
Definition 2025
υπεροπτική
υπεροπτική
Greek
Adjective
υπεροπτική • (yperoptikí)
- Nominative feminine singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).
- Accusative feminine singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).
- Vocative feminine singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).