Definify.com
Definition 2025
υπουργικός
υπουργικός
Greek
Adjective
υπουργικός • (ypourgikós) m (feminine υπουργική, neuter υπουργικό)
-  ministerial
- υπουργικός μισθός (ministerial salary)
 
 
Declension
 positive forms of υπουργικός
| number  case / gender  | 
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | υπουργικός | υπουργική | υπουργικό | υπουργικοί | υπουργικές | υπουργικά | 
| genitive | υπουργικού | υπουργικής | υπουργικού | υπουργικών | υπουργικών | υπουργικών | 
| accusative | υπουργικό | υπουργική | υπουργικό | υπουργικούς | υπουργικές | υπουργικά | 
| vocative | υπουργικέ | υπουργική | υπουργικό | υπουργικοί | υπουργικές | υπουργικά | 
Related terms
- υπουργός m, f (ypourgós, “minster”)
 - υπουργία f (ypourgía, “ministry”)