Definify.com

Definition 2024


υποψιάζομαι

υποψιάζομαι

Greek

Verb

υποψιάζομαι (ypopsiázomai) (simple past υποψιάστηκα, deponent)

  1. suspect
    Τον υποψιάζομαι ότι λέει ψέματα.Ton ypopsiázomai óti léei psémata. ― I suspect him of lying.

Conjugation

Related terms

  • υποψία f (ypopsía, suspicion)
  • ύποπτος (ýpoptos, suspicious, incriminating)
  • ύποπτος m (ýpoptos, suspect)
  • ύποπτη f (ýpopti, suspect)