Definify.com
Definition 2025
υψηλός
υψηλός
See also: ὑψηλός
Greek
Adjective
υψηλός • (ypsilós) m (feminine υψηλή, neuter υψηλό)
- Alternative form of ψηλός (psilós)
Declension
positive forms of υψηλός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υψηλός | υψηλή | υψηλό | υψηλοί | υψηλές | υψηλά |
genitive | υψηλού | υψηλής | υψηλού | υψηλών | υψηλών | υψηλών |
accusative | υψηλό | υψηλή | υψηλό | υψηλούς | υψηλές | υψηλά |
vocative | υψηλέ | υψηλή | υψηλό | υψηλοί | υψηλές | υψηλά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υψηλός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υψηλός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υψηλότερος | υψηλότερη | υψηλότερο | υψηλότεροι | υψηλότερες | υψηλότερα |
genitive | υψηλότερου | υψηλότερης | υψηλότερου | υψηλότερων | υψηλότερων | υψηλότερων |
accusative | υψηλότερο | υψηλότερη | υψηλότερο | υψηλότερους | υψηλότερες | υψηλότερα |
vocative | υψηλότερε | υψηλότερη | υψηλότερο | υψηλότεροι | υψηλότερες | υψηλότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υψηλότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υψηλότατος | υψηλότατη | υψηλότατο | υψηλότατοι | υψηλότατες | υψηλότατα |
genitive | υψηλότατου | υψηλότατης | υψηλότατου | υψηλότατων | υψηλότατων | υψηλότατων |
accusative | υψηλότατο | υψηλότατη | υψηλότατο | υψηλότατους | υψηλότατες | υψηλότατα |
vocative | υψηλότατε | υψηλότατη | υψηλότατο | υψηλότατοι | υψηλότατες | υψηλότατα |