Definify.com

Definition 2024


φασκιώνομαι

φασκιώνομαι

Greek

Verb

φασκιώνομαι (faskiónomai) (simple past φασκιώθηκα, active form φασκιώνω, passive)

  1. passive of φασκιώνω (faskióno)

Conjugation