Definify.com
Definition 2024
φονικός
φονικός
Greek
Adjective
φονικός • (fonikós) m (feminine φονική, neuter φονικό)
Declension
positive forms of φονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φονικός | φονική | φονικό | φονικοί | φονικές | φονικά |
genitive | φονικού | φονικής | φονικού | φονικών | φονικών | φονικών |
accusative | φονικό | φονική | φονικό | φονικούς | φονικές | φονικά |
vocative | φονικέ | φονική | φονικό | φονικοί | φονικές | φονικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φονικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φονικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φονικότερος | φονικότερη | φονικότερο | φονικότεροι | φονικότερες | φονικότερα |
genitive | φονικότερου | φονικότερης | φονικότερου | φονικότερων | φονικότερων | φονικότερων |
accusative | φονικότερο | φονικότερη | φονικότερο | φονικότερους | φονικότερες | φονικότερα |
vocative | φονικότερε | φονικότερη | φονικότερο | φονικότεροι | φονικότερες | φονικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φονικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φονικότατος | φονικότατη | φονικότατο | φονικότατοι | φονικότατες | φονικότατα |
genitive | φονικότατου | φονικότατης | φονικότατου | φονικότατων | φονικότατων | φονικότατων |
accusative | φονικότατο | φονικότατη | φονικότατο | φονικότατους | φονικότατες | φονικότατα |
vocative | φονικότατε | φονικότατη | φονικότατο | φονικότατοι | φονικότατες | φονικότατα |
Related terms
- see: φόνος m (fónos, “murder”)