Definify.com
Definition 2024
φορητός
φορητός
Greek
Adjective
φορητός • (foritós) m (feminine φορητή, neuter φορητό)
Declension
positive forms of φορητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φορητός | φορητή | φορητό | φορητοί | φορητές | φορητά |
genitive | φορητού | φορητής | φορητού | φορητών | φορητών | φορητών |
accusative | φορητό | φορητή | φορητό | φορητούς | φορητές | φορητά |
vocative | φορητέ | φορητή | φορητό | φορητοί | φορητές | φορητά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φορητός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φορητός, etc.) |
Derived terms
- φορητότητα f (foritótita, “portability”)
- φορητός υπολογιστής m (foritós ypologistís, “laptop computer”)
Noun
φορητός • (foritós) m (plural φορητοί)