Definify.com
Definition 2025
χριστιανικοί
χριστιανικοί
Greek
Adjective
χριστιανικοί • (christianikoí)
- Nominative masculine plural form of χριστιανικός (christianikós).
- Vocative masculine plural form of χριστιανικός (christianikós).
χριστιανικοί • (christianikoí)