Definify.com
Definition 2025
χρωματογραφία
χρωματογραφία
Greek
Noun
χρωματογραφία • (chromatografía) f (uncountable)
Declension
Declension of χρωματογραφία (chromatografía)
singular | |
---|---|
nominative | χρωματογραφία |
genitive | χρωματογραφίας |
accusative | χρωματογραφία |
vocative | χρωματογραφία |
External links
- χρωματογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el