Definify.com
Definition 2025
ψαρεύω
ψαρεύω
Greek
Verb
ψαρεύω • (psarévo) (simple past ψάρεψα)
Conjugation
ψαρεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ψαρεύω | ψάρευα | θα ψαρεύω | να ψαρεύω | |
2s | ψαρεύεις | ψάρευες | θα ψαρεύεις | να ψαρεύεις | ψάρευε |
3s | ψαρεύει | ψάρευε | θα ψαρεύει | να ψαρεύει | |
1p | ψαρεύουμε, ψαρεύομε | ψαρεύαμε | θα ψαρεύουμε, ψαρεύομε | να ψαρεύουμε, ψαρεύομε | |
2p | ψαρεύετε | ψαρεύατε | θα ψαρεύετε | να ψαρεύετε | ψαρεύετε |
3p | ψαρεύουν, ψαρεύουνε | ψάρευαν, ψαρεύαν, ψαρεύανε | θα ψαρεύουν, ψαρεύουνε | να ψαρεύουν, ψαρεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ψαρέψω | ψάρεψα | θα ψαρέψω | να ψαρέψω | |
2s | ψαρέψεις | ψάρεψες | θα ψαρέψεις | να ψαρέψεις | ψάρεψε |
3s | ψαρέψει | ψάρεψε | θα ψαρέψει | να ψαρέψει | |
1p | ψαρέψουμε, ψαρέψομε | ψαρέψαμε | θα ψαρέψουμε, ψαρέψομε | να ψαρέψουμε, ψαρέψομε | |
2p | ψαρέψετε | ψαρέψατε | θα ψαρέψετε | να ψαρέψετε | ψαρέψτε, ψαρεύτε |
3p | ψαρέψουν, ψαρέψουνε | ψάρεψαν, ψαρέψαν, ψαρέψανε | θα ψαρέψουν, ψαρέψουνε | να ψαρέψουν, ψαρέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ψαρέψει | είχα ψαρέψει | θα έχω ψαρέψει | να έχω ψαρέψει | |
2s | έχεις ψαρέψει | είχες ψαρέψει | θα έχεις ψαρέψει | να έχεις ψαρέψει | έχε ψαρεμένο |
3s | έχει ψαρέψει | είχε ψαρέψει | θα έχει ψαρέψει | να έχει ψαρέψει | |
1p | έχουμε ψαρέψει | είχαμε ψαρέψει | θα έχουμε ψαρέψει | να έχουμε ψαρέψει | |
2p | έχετε ψαρέψει | είχατε ψαρέψει | θα έχετε ψαρέψει | να έχετε ψαρέψει | έχετε ψαρεμένο |
3p | έχουν ψαρέψει | είχαν ψαρέψει | θα έχουν ψαρέψει | να έχουν ψαρέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψαρεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψαρεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψαρεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψαρεμένο | ||||
Participle: | ψαρεύοντας | Non-finite ‡ | ψαρέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- ψάρι n (psári, “fish”)