Definify.com

Definition 2024


Ωκεανό

Ωκεανό

See also: ωκεανό

Greek

Noun

Ωκεανό (Okeanó) m

  1. Accusative singular form of Ωκεανός (Okeanós).

ωκεανό

ωκεανό

See also: Ωκεανό

Greek

Noun

ωκεανό (okeanó) m

  1. Accusative singular form of ωκεανός (okeanós).