Definify.com

Definition 2024


ἀσκέω

ἀσκέω

Ancient Greek

Verb

ἀσκέω (askéō)

  1. I work, form
  2. I adorn, decorate, trick out
  3. I honor, revere
  4. I practice, exercise, train (often, but not always, of athletics)

Inflection

Derived terms

  • διασκέω (diaskéō)
  • ἐνασκέω (enaskéō)
  • ἐξασκέω (exaskéō)
  • ἐπασκέω (epaskéō)
  • καταασκέω (kataaskéō)
  • προασκέω (proaskéō)
  • προσασκέω (prosaskéō)
  • συνασκέω (sunaskéō)
  • σωμασκέω (sōmaskéō)
  • φωνασκέω (phōnaskéō)
  • χειμασκέω (kheimaskéō)

Related terms

  • ἄσκη (áskē)
  • ἄσκημα (áskēma)
  • ἄσκησις (áskēsis)
  • ἀσκητέος (askētéos)
  • ἀσκητήρ (askētḗr)
  • ἀσκητής (askētḗs)
  • ἀσκητικός (askētikós)
  • ἀσκητός (askētós)
  • ἀσκήτωρ (askḗtōr)

References