Definify.com

Definition 2024


ἱλάσκομαι

ἱλάσκομαι

Ancient Greek

Alternative forms

  • ἱλάομαι (hiláomai) Epic

Verb

ῑ̔λάσκομαι (hīláskomai)

  1. I appease, conciliate; I expiate
  2. (passive) I am merciful, gracious

Inflection

Derived terms

  • ἀφῑλάσκομαι (aphīláskomai)
  • ἐξῑλάσκομαι (exīláskomai)
  • προϊλάσκομαι (proïláskomai)

Related terms

  • ἀνίλᾰστος (anílastos)
  • ἱλᾰσία (hilasía)
  • ἱλάσῐμος (hilásimos)
  • ἵλᾰσμᾰ (hílasma)
  • ἱλᾰσμός (hilasmós)
  • ἱλᾰστήριος (hilastḗrios)
  • ἱλᾰστής (hilastḗs)
  • ἱλᾰτεύω (hilateúō)
  • ἱλᾰτήριον (hilatḗrion)
  • ἱλήκω (hilḗkō)

References