Definify.com
Definition 2024
Άπω_Ανατολή
Άπω Ανατολή
Greek
Proper noun
Άπω Ανατολή • (Ápo Anatolí) f
- Far East (geopolitical term)
Declension
Declension of Άπω Ανατολή (Ápo Anatolí)
singular | |
---|---|
nominative | Άπω Ανατολή |
genitive | Άπω Ανατολής |
accusative | Άπω Ανατολή |
vocative | Άπω Ανατολή |
See also
- Μέση Ανατολή f (Mési Anatolí, “Middle East”)
- Εγγύς Ανατολή f (Engýs Anatolí, “Near East”)
- (obsolete): Πρόσω Ανατολή f (Próso Anatolí, “Near East”)
External links
- Άπω Ανατολή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el