Definify.com
Definition 2024
Αδριατικός
Αδριατικός
Greek
Adjective
Αδριατικός • (Adriatikós) m (feminine Αδριατική, neuter Αδριατικό)
- Adriatic
- Η Αδριατική Θάλασσα (the Adriatic Sea)
- Ο Αδριατικός Κόλπος (the Adriatic Gulf)
Declension
positive forms of Αδριατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | Αδριατικός | Αδριατική | Αδριατικό | Αδριατικοί | Αδριατικές | Αδριατικά |
genitive | Αδριατικού | Αδριατικής | Αδριατικού | Αδριατικών | Αδριατικών | Αδριατικών |
accusative | Αδριατικό | Αδριατική | Αδριατικό | Αδριατικούς | Αδριατικές | Αδριατικά |
vocative | Αδριατικέ | Αδριατική | Αδριατικό | Αδριατικοί | Αδριατικές | Αδριατικά |
Related terms
- Αδριατική f (Adriatikí, “Adriatic”)
External links
- Αδριατική Θάλασσα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el