Definify.com

Definition 2024


Αδριατικός

Αδριατικός

Greek

Adjective

Αδριατικός (Adriatikós) m (feminine Αδριατική, neuter Αδριατικό)

  1. Adriatic
    Η Αδριατική Θάλασσα (the Adriatic Sea)
    Ο Αδριατικός Κόλπος (the Adriatic Gulf)

Declension

Related terms

External links