Definify.com

Definition 2024


Αθιγγάνους

Αθιγγάνους

Greek

Noun

Αθιγγάνους (Athingánous) m

  1. Accusative plural form of Αθίγγανος (Athínganos).

αθιγγάνους

αθιγγάνους

Greek

Noun

αθιγγάνους (athingánous) m

  1. Accusative plural form of αθίγγανος (athínganos).