Definify.com
Definition 2024
Αντίχριστου
Αντίχριστου
See also: Αντιχρίστου and αντίχριστου
Greek
Proper noun
Αντίχριστου • (Antíchristou) m
- Genitive singular form of Αντίχριστος (Antíchristos).
αντίχριστου
αντίχριστου
See also: Αντίχριστου and Αντιχρίστου
Greek
Adjective
αντίχριστου • (antíchristou)
- Genitive masculine singular form of αντίχριστος (antíchristos).
- Genitive neuter singular form of αντίχριστος (antíchristos).