Definify.com
Definition 2024
Αργεντινός
Αργεντινός
See also: αργεντινός and Αργεντίνος
Greek
Noun
Αργεντινός • (Argentinós) m (plural Αργεντινοί, feminine Αργεντινή)
- Argentinian (a person, usually male, from Argentina or of Argentinian ethnicity).
Declension
declension of Αργεντινός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Αργεντινός | Αργεντινοί |
genitive | Αργεντινού | Αργεντινών |
accusative | Αργεντινό | Αργεντινούς |
vocative | Αργεντινέ | Αργεντινοί |
Synonyms
- Αργεντίνος m (Argentínos) (colloquial)
- Αργεντινέζος m (Argentinézos)
Related terms
- see: Αργεντινή f (Argentiní, “Argentina”)
αργεντινός
αργεντινός
See also: Αργεντινός and Αργεντίνος
Greek
Adjective
αργεντινός • (argentinós) m (feminine αργεντινή, neuter αργεντινό)
- Argentinian (relating to Argentina or its people or language)
Declension
positive forms of αργεντινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργεντινός | αργεντινή | αργεντινό | αργεντινοί | αργεντινές | αργεντινά |
genitive | αργεντινού | αργεντινής | αργεντινού | αργεντινών | αργεντινών | αργεντινών |
accusative | αργεντινό | αργεντινή | αργεντινό | αργεντινούς | αργεντινές | αργεντινά |
vocative | αργεντινέ | αργεντινή | αργεντινό | αργεντινοί | αργεντινές | αργεντινά |
Synonyms
- αργεντίνικος (argentínikos)
- αργεντινέζικος (argentinézikos)
Related terms
- see: Αργεντινή f (Argentiní, “Argentina”)