Definify.com
Definition 2024
Αριστοτέλης
Αριστοτέλης
See also: Ἀριστοτέλης
Greek
Proper noun
Αριστοτέλης • (Aristotélis) m
- Aristotle, male given name
Declension
Declension of Αριστοτέλης (Aristotélis)
singular | |
---|---|
nominative | Αριστοτέλης |
genitive | Αριστοτέλη |
accusative | Αριστοτέλη |
vocative | Αριστοτέλη |
Related terms
- Άρης m (Áris, “diminutive form”)