Definify.com
Definition 2024
Αυστριακή
Αυστριακή
See also: αυστριακή
Greek
Noun
Αυστριακή • (Afstriakí) f (plural Αυστριακές, masculine Αυστριακός)
Declension
declension of Αυστριακή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Αυστριακή | Αυστριακές |
genitive | Αυστριακής | Αυστριακών |
accusative | Αυστριακή | Αυστριακές |
vocative | Αυστριακή | Αυστριακές |
Related terms
- see: Αυστρία f (Afstría, “Austria”)
αυστριακή
αυστριακή
See also: Αυστριακή
Greek
Adjective
αυστριακή • (afstriakí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αυστριακός (afstriakós).