Definify.com
Definition 2024
Βόρειος_Στέφανος
Βόρειος Στέφανος
Greek
Proper noun
Βόρειος Στέφανος • (Vóreios Stéfanos) m
Declension
Declension of Βόρειος Στέφανος (Vóreios Stéfanos)
singular | |
---|---|
nominative | Βόρειος Στέφανος |
genitive | Βορείου Στεφάνου |
accusative | Βόρειο Στέφανο |
vocative | Βόρειε Στέφανε |
External links
- Βόρειος Στέφανος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el