Definify.com

Definition 2024


Δημήτριο

Δημήτριο

See also: δημήτριο

Greek

Noun

Δημήτριο (Dimítrio) m

  1. Accusative singular form of Δημήτριος (Dimítrios).

δημήτριο

δημήτριο

See also: Δημήτριο

Greek

Noun

δημήτριο (dimítrio) n (uncountable)

  1. (chemistry) cerium

Declension

Coordinate terms

  • Appendix:Greek names for chemical elements

External links