Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Δημητρίου
Δημητρίου
See also:
δημητρίου
Greek
Noun
Δημητρίου
•
(
Dimitríou
)
m
Genitive
singular
form of
Δημήτριος
(
Dimítrios
)
.
δημητρίου
δημητρίου
See also:
Δημητρίου
Greek
Noun
δημητρίου
•
(
dimitríou
)
n
Genitive
singular
form of
δημήτριο
(
dimítrio
)
.
Similar Results