Definify.com
Definition 2024
Ερυθρός_Σταυρός
Ερυθρός Σταυρός
Greek
Proper noun
Ερυθρός Σταυρός • (Erythrós Stavrós) m
- Red Cross (organization)
Declension
Declension of Ερυθρός Σταυρός (Erythrós Stavrós)
singular | |
---|---|
nominative | Ερυθρός Σταυρός |
genitive | Ερυθρού Σταυρού |
accusative | Ερυθρό Σταυρό |
vocative | Ερυθρέ Σταυρέ |
See also
- Διεθνές Κίνημα Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου on the Greek Wikipedia.Wikipedia el