Definify.com
Definition 2024
Καθαρά_Δευτέρα
Καθαρά Δευτέρα
Greek
Alternative forms
- Καθαρή Δευτέρα f (Katharí Deftéra)
Noun
Καθαρά Δευτέρα • (Kathará Deftéra) f (plural Καθαρές Δευτέρες)
- Clean Monday, the first day of the Greek Orthodox Lent
Coordinate terms
- Σαρακοστή f (Sarakostí, “Lent”)
External links
- Καθαρά Δευτέρα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el