Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Καπουτσίνο
Καπουτσίνο
See also:
καπουτσίνο
Greek
Noun
Καπουτσίνο
•
(
Kapoutsíno
)
m
Accusative
singular
form of
Καπουτσίνος
(
Kapoutsínos
)
.
καπουτσίνο
καπουτσίνο
See also:
Καπουτσίνο
Greek
Noun
καπουτσίνο
•
(
kapoutsíno
)
m
Accusative
singular
form of
καπουτσίνος
(
kapoutsínos
)
.
Similar Results