Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Καταρχαιοζωικέ
Καταρχαιοζωικέ
Greek
Noun
Καταρχαιοζωικέ
•
(
Katarchaiozoiké
)
m
Vocative
singular
form of
Καταρχαιοζωικός
(
Katarchaiozoikós
)
.
Similar Results