Definify.com
Definition 2024
Καταρχαιοζωικός
Καταρχαιοζωικός
See also: καταρχαιοζωικός
Greek
Noun
Καταρχαιοζωικός • (Katarchaiozoikós) m (uncountable)
- (geology) Hadean
- Ο Καταρχαιοζωικός δεν έχει συμφωνηθεί ακόμα το κατώτατο όριό του. ― O Katarchaiozoikós den échei symfonitheí akóma to katótato órió tou. ― The Hadean has no agreed lower limit.
Declension
Declension of Καταρχαιοζωικός (Katarchaiozoikós)
singular | |
---|---|
nominative | Καταρχαιοζωικός |
genitive | Καταρχαιοζωικού |
accusative | Καταρχαιοζωικό |
vocative | Καταρχαιοζωικέ |
Related terms
- καταρχαιοζωικός (katarchaiozoikós, “Hadean”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
- Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
καταρχαιοζωικός
καταρχαιοζωικός
See also: Καταρχαιοζωικός
Greek
Adjective
καταρχαιοζωικός • (katarchaiozoikós) m (feminine καταρχαιοζωική, neuter καταρχαιοζωικό)
- (geology) Hadean
- καταρχαιοζωικός αιώνας ― katarchaiozoikós aiónas ― Hadean eon
- καταρχαιοζωικός μεγααιώνας ― katarchaiozoikós megaaiónas ― Hadean eon
Declension
positive forms of καταρχαιοζωικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταρχαιοζωικός | καταρχαιοζωική | καταρχαιοζωικό | καταρχαιοζωικοί | καταρχαιοζωικές | καταρχαιοζωικά |
genitive | καταρχαιοζωικού | καταρχαιοζωικής | καταρχαιοζωικού | καταρχαιοζωικών | καταρχαιοζωικών | καταρχαιοζωικών |
accusative | καταρχαιοζωικό | καταρχαιοζωική | καταρχαιοζωικό | καταρχαιοζωικούς | καταρχαιοζωικές | καταρχαιοζωικά |
vocative | καταρχαιοζωικέ | καταρχαιοζωική | καταρχαιοζωικό | καταρχαιοζωικοί | καταρχαιοζωικές | καταρχαιοζωικά |
Related terms
- Καταρχαιοζωικός m (Katarchaiozoikós, “(the) Hadean”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
- Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el