Definify.com

Definition 2024


Καταρχαιοζωικός

Καταρχαιοζωικός

Greek

Noun

Καταρχαιοζωικός (Katarchaiozoikós) m (uncountable)

  1. (geology) Hadean
    Ο Καταρχαιοζωικός δεν έχει συμφωνηθεί ακόμα το κατώτατο όριό του.O Katarchaiozoikós den échei symfonitheí akóma to katótato órió tou. ― The Hadean has no agreed lower limit.

Declension

Related terms

See also

  • Appendix:Geologic timescale (Greek)

External links

καταρχαιοζωικός

καταρχαιοζωικός

Greek

Adjective

καταρχαιοζωικός (katarchaiozoikós) m (feminine καταρχαιοζωική, neuter καταρχαιοζωικό)

  1. (geology) Hadean
    καταρχαιοζωικός αιώναςkatarchaiozoikós aiónas ― Hadean eon
    καταρχαιοζωικός μεγααιώναςkatarchaiozoikós megaaiónas ― Hadean eon

Declension

Related terms

See also

  • Appendix:Geologic timescale (Greek)

External links