Definify.com
Definition 2024
Αρχαιοζωικός
Αρχαιοζωικός
See also: αρχαιοζωικός
Greek
Noun
Αρχαιοζωικός • (Archaiozoikós) m (uncountable)
- (geology) Archaean
- Ο Αρχαιοζωικός ήταν από 2,5 δισεκατομμύριο έως 4 δισεκατομμύρια χρόνια. ― O Archaiozoikós ítan apó 2,5 disekatommýrio éos 4 disekatommýria chrónia. ― The Archaean was from 2.5 billion to 4 billion years ago.
Declension
Declension of Αρχαιοζωικός (Archaiozoikós)
singular | |
---|---|
nominative | Αρχαιοζωικός |
genitive | Αρχαιοζωικού |
accusative | Αρχαιοζωικό |
vocative | Αρχαιοζωικέ |
Related terms
- αρχαιοζωικός (archaiozoikós, “Archaean”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
- Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
αρχαιοζωικός
αρχαιοζωικός
See also: Αρχαιοζωικός
Greek
Adjective
αρχαιοζωικός • (archaiozoikós) m (feminine αρχαιοζωική, neuter αρχαιοζωικό)
- (geology) Archaean
- αρχαιοζωικός αιώνας ― archaiozoikós aiónas ― Archaean eon
- αρχαιοζωικός μεγααιώνας ― archaiozoikós megaaiónas ― Archaean eon
Declension
positive forms of αρχαιοζωικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχαιοζωικός | αρχαιοζωική | αρχαιοζωικό | αρχαιοζωικοί | αρχαιοζωικές | αρχαιοζωικά |
genitive | αρχαιοζωικού | αρχαιοζωικής | αρχαιοζωικού | αρχαιοζωικών | αρχαιοζωικών | αρχαιοζωικών |
accusative | αρχαιοζωικό | αρχαιοζωική | αρχαιοζωικό | αρχαιοζωικούς | αρχαιοζωικές | αρχαιοζωικά |
vocative | αρχαιοζωικέ | αρχαιοζωική | αρχαιοζωικό | αρχαιοζωικοί | αρχαιοζωικές | αρχαιοζωικά |
Related terms
- Αρχαιοζωικός m (Archaiozoikós, “(the) Archaean”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
- Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el