Definify.com

Definition 2024


Αρχαιοζωικός

Αρχαιοζωικός

Greek

Noun

Αρχαιοζωικός (Archaiozoikós) m (uncountable)

  1. (geology) Archaean
    Ο Αρχαιοζωικός ήταν από 2,5 δισεκατομμύριο έως 4 δισεκατομμύρια χρόνια.O Archaiozoikós ítan apó 2,5 disekatommýrio éos 4 disekatommýria chrónia. ― The Archaean was from 2.5 billion to 4 billion years ago.

Declension

Related terms

See also

  • Appendix:Geologic timescale (Greek)

External links

αρχαιοζωικός

αρχαιοζωικός

Greek

Adjective

αρχαιοζωικός (archaiozoikós) m (feminine αρχαιοζωική, neuter αρχαιοζωικό)

  1. (geology) Archaean
    αρχαιοζωικός αιώναςarchaiozoikós aiónas ― Archaean eon
    αρχαιοζωικός μεγααιώναςarchaiozoikós megaaiónas ― Archaean eon

Declension

Related terms

See also

  • Appendix:Geologic timescale (Greek)

External links