Definify.com

Definition 2024


κατ-

κατ-

See also: κατ' and κάτ-

Greek

Prefix

κατ- (kat-)

  1. Alternative form of κατα- (kata-)
    αρχαιοζωικός (archaiozoikós, Archaean)     καταρχαιοζωικός (katarchaiozoikós, Hadean, pre-Archaean)

Derived terms