Definify.com

Definition 2024


Κωνσταντινουπολίτισσα

Κωνσταντινουπολίτισσα

Greek

Noun

Κωνσταντινουπολίτισσα (Konstantinoupolítissa) f (plural Κωνσταντινουπολίτισσες, masculine Κωνσταντινουπολίτης)

  1. Constantinopolitan (a native of Constantinople)

Declension

Related terms