Definify.com
Definition 2024
Κωνσταντινούπολη
Κωνσταντινούπολη
Greek
Proper noun
Κωνσταντινούπολη • (Konstantinoúpoli) f
- Constantinople (now Istanbul)
Declension
Declension of Κωνσταντινούπολη (Konstantinoúpoli)
singular | |
---|---|
nominative | Κωνσταντινούπολη |
genitive | Κωνσταντινούπολης / Κωνσταντινουπόλεως |
accusative | Κωνσταντινούπολη |
vocative | Κωνσταντινούπολη |
Synonyms
- Πόλη f (Póli)
Related terms
- Κωνσταντινουπολίτης m (Konstantinoupolítis, “Constantinopolitan”)
- Κωνσταντινουπολίτισσα f (Konstantinoupolítissa, “Constantinopolitan”)
- κωνσταντινουπολίτικος (konstantinoupolítikos, “Constantinopolitan”)
- πολίτικος (polítikos, “Constantinopolitan”)