Definify.com

Definition 2024


Μαυροβουνίου

Μαυροβουνίου

Greek

Noun

Μαυροβουνίου (Mavrovouníou) m

  1. Genitive singular form of Μαυροβούνιος (Mavrovoúnios).

Proper noun

Μαυροβουνίου (Mavrovouníou) n

  1. Genitive singular form of Μαυροβούνιο (Mavrovoúnio).