Definify.com
Definition 2024
Μαυροβούνιο
Μαυροβούνιο
Greek
Proper noun
Μαυροβούνιο • (Mavrovoúnio) n
Declension
Declension of Μαυροβούνιο (Mavrovoúnio)
singular | |
---|---|
nominative | Μαυροβούνιο |
genitive | Μαυροβουνίου |
accusative | Μαυροβούνιο |
vocative | Μαυροβούνιο |
Related terms
- Μαυροβούνια f (Mavrovoúnia, “female Montenegrin”)
- Μαυροβούνιος m (Mavrovoúnios, “male Montenegrin”)
- μαυροβουνιακός (mavrovouniakós, “Montenegrin”, adj)
- μαυροβουνιακά n pl (mavrovouniaká, “the Montenegrin language”)
Noun
Μαυροβούνιο • (Mavrovoúnio) m
- Accusative singular form of Μαυροβούνιος (Mavrovoúnios).