Definify.com
Definition 2025
Μικρούτσικος
μικρούτσικος
μικρούτσικος
See also: Μικρούτσικος
Greek
Adjective
μικρούτσικος • (mikroútsikos) m (feminine μικρούτσικη or μικρούτσικια, neuter μικρούτσικο)
Declension
positive forms of μικρούτσικος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | μικρούτσικος | μικρούτσικη / μικρούτσικια | μικρούτσικο | μικρούτσικοι | μικρούτσικες | μικρούτσικα |
| genitive | μικρούτσικου | μικρούτσικης / μικρούτσικιας | μικρούτσικου | μικρούτσικων | μικρούτσικων | μικρούτσικων |
| accusative | μικρούτσικο | μικρούτσικη / μικρούτσικια | μικρούτσικο | μικρούτσικους | μικρούτσικες | μικρούτσικα |
| vocative | μικρούτσικε | μικρούτσικη / μικρούτσικια | μικρούτσικο | μικρούτσικοι | μικρούτσικες | μικρούτσικα |