Definify.com
Definition 2024
Ξενοφώντειος
Ξενοφώντειος
Ancient Greek
Alternative forms
- Ξενοφόντειος (Xenophónteios)
Adjective
Ξενοφώντειος • (Xenophṓnteios) m (feminine Ξενοφωντείᾱ, neuter Ξενοφώντειον); first/second declension
- of or by Xenophon, Xenophonian/Xenophontean
Inflection
First and second declension of Ξενοφώντειος, Ξενοφωντείᾱ, Ξενοφώντειον
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | Ξενοφώντειος | Ξενοφωντείᾱ | Ξενοφώντειον | Ξενοφωντείω | Ξενοφωντεία | Ξενοφωντείω | Ξενοφώντειοι | Ξενοφώντειαι | Ξενοφώντεια | |||
Genitive | Ξενοφωντείου | Ξενοφωντείᾱς | Ξενοφωντείου | Ξενοφωντείοιν | Ξενοφωντείαιν | Ξενοφωντείοιν | Ξενοφωντείων | Ξενοφωντείων | Ξενοφωντείων | |||
Dative | Ξενοφωντείῳ | Ξενοφωντείᾳ | Ξενοφωντείῳ | Ξενοφωντείοιν | Ξενοφωντείαιν | Ξενοφωντείοιν | Ξενοφωντείοις | Ξενοφωντείαις | Ξενοφωντείοις | |||
Accusative | Ξενοφώντειον | Ξενοφωντείᾱν | Ξενοφώντειον | Ξενοφωντείω | Ξενοφωντεία | Ξενοφωντείω | Ξενοφωντείους | Ξενοφωντείας | Ξενοφώντεια | |||
Vocative | Ξενοφώντειε | Ξενοφωντείᾱ | Ξενοφώντειον | Ξενοφωντείω | Ξενοφωντεία | Ξενοφωντείω | Ξενοφώντειοι | Ξενοφώντειαι | Ξενοφώντεια | |||
References
- Ξενοφώντειος in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press