Definify.com
Definition 2024
Ορθοδοξία
Ορθοδοξία
See also: ορθοδοξία
Greek
Alternative forms
- ορθοδοξία f (orthodoxía)
Noun
Ορθοδοξία • (Orthodoxía) f
- Orthodoxy (the Eastern Orthodox Church, its beliefs and practices)
Declension
Declension of Ορθοδοξία (Orthodoxía)
singular | |
---|---|
nominative | Ορθοδοξία |
genitive | Ορθοδοξίας |
accusative | Ορθοδοξία |
vocative | Ορθοδοξία |
External links
- Ορθοδοξία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ορθοδοξία
ορθοδοξία
See also: Ορθοδοξία
Greek
Alternative forms
- Ορθοδοξία f (Orthodoxía)
Noun
ορθοδοξία • (orthodoxía) f (plural ορθοδοξίες)
- orthodoxy (conventionality in doctrine and belief)
- conforming behaviour
Declension
declension of ορθοδοξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ορθοδοξία | ορθοδοξίες |
genitive | ορθοδοξίας | ορθοδοξιών |
accusative | ορθοδοξία | ορθοδοξίες |
vocative | ορθοδοξία | ορθοδοξίες |