Definify.com

Definition 2024


Ρομ

Ρομ

Greek

Noun

Ρομ (Rom) m (invariable)

  1. gypsy, a member of the Roma, a Romani, (singular form of Ρομά)
    Της απέλασης Ρομά προς τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
    The expulsion of Roma to Romania and Bulgaria.